πολυανθῆ

πολυανθῆ
πολυανθής
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
πολυανθής
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
πολυανθής
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ουργινέα — (ourginea). Μονοκοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των λειριιδών. Αριθμεί περίπου 75 είδη και ευδοκιμεί στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Τα φυτά αυτά είναι πόες βολβόριζες, με φύλλα παράρριζα, συνήθως στενά, γραμμοειδή, και άλλοτε πλατιά,… …   Dictionary of Greek

  • πυράκανθο — (κράταιγος ή κοτονέαστρος ο πυράκανθος). Αειθαλής θάμνος της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στη βόρεια Ελλάδα έως τον Όλυμπο. Είναι πυκνοκλαδής, ύψους 2 3 μ., με αραιά αγκάθια. Έχει φύλλα λεία, δερματώδη, στίλβοντα άνω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”